ΜΠΑΛΑΝΤΑ
ΠΟΥ ΧΑΡΙΖΕΙ Ο ΒΙΓΙΟΝ ΣΤΗ ΜΑΝΑ ΤΟΥ
ΓΙΑ ΝΑ ΤΗ ΛΕΕΙ ΣΑΝ ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΣΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ
Αφέντρα τ' ουρανού, της γης κυρία,
Ρήγισσα στ' Άδη τους θανατερούς
Βουρκότοπους, για μέ δείξε εσπλαχνία
Και βάλε με με τσ' άλλους σου εκλεχτούς,
Κι ας μην είπα πολλούς πατερημούς.
Τ' αγαθά σου, στ' αλήθεια, αρχόντισσά μου,
Δεν αξίζουν στα τόσα κρίματά μου,
Μα δίχως τ' αγαθά σου αυτά η ψυχή
Δε βλέπει Θεό, το λέω με τα σωστά μου.
Ας ζω κι ας σβήσω μες στην πίστη αυτή.
Στο Γιο σου ανήκω. Πες του, ό,τι αμαρτία
Έχω ας μου λύσει. Σε παλιούς καιρούς
Έτσι συχώρεσε την Αιγυπτία
Κι έσβησεν όλους τους αμαρτωλούς
Του παπα-Θεόφιλου λογαριασμούς,
Που με το διάολο ξάνοιξε. Κυρά μου,
Φύλαξε απ' όμοιο κρίμα την καρδιά μου.
Παρθένα μου, που αμόλευτη κρατεί
Η αγκαλιά σου την άγια κοινωνιά μου,
Ας ζω κι ας σβήσω μες στην πίστη αυτή.
Μια γυναίκα φτωχούλα είμαι και γρία.
Δεν ξέρω γρυ απ' τους άγιους σου ψαρμούς.
Βλέπω ζωγραφιστά στην εκκλησία
Στον Παράδεισο λαούτα και χορούς,
Στην Κόλαση φωτιές κι αμαρτωλούς
Που βράζουν. Κι είναι τρόμος και χαρά μου
Τούτη η εικόνα. Σπλαχνίσου, Δέσποινά μου,
Κι εμένα που, όπως τόσοι αμαρτωλοί,
Φέρνω πιστά σ' εσέ τα βήματά μου.
Ας ζω κι ας σβήσω μες στην πίστη αυτή.
Βάσταξες τον αφέντη, ρήγισσά μου,
Ιησού Χριστό, που από τα ουράνια πάνου
Για να μας σώσει ήρτε σ' εμάς δω χάμου
Ίσιος μας, και στο Χάρο τη χρυσή
Όμορφη νιότη του έδωσε. Η ματιά μου
Να σβηστεί α δε μιλώ με την καρδιά μου.
Ας ζω κι ας σβήσω μες στην πίστη αυτή.
[Francois Villion, Μπαλάντες και άλλα ποιήματα, Επιμέλεια-Μετάφραση: Σπύρος Σκιαδαρέσης, Β΄ έκδ. Γαβριηλίδης, Αθήνα 1999, σ. 75-77]