Μια πρώτη επαφή με τη Ρεν της Βρετάνης, όπου βρίσκομαι, μέσ' από δυο χαρακτηριστικά βιντεάκια του YouTube. Δικές μου φωτογραφίες θ' αναρτήσω αμέσως μόλις οργανωθώ.
Κυριακή 23 Σεπτεμβρίου 2007
Παρασκευή 21 Σεπτεμβρίου 2007
Χαιρετίσματα από τη Ρεν της Βρετάνης
Βρίσκομαι δυο περίπου βδομάδες στην πόλη Ρεν (Rennes), πρωτεύουσα μιας περιφέρειας της Γαλλίας, της Βρετάνης. Όλα καλά!
Προσπαθώ να προσαρμοσθώ σ' ένα νέο τρόπο ζωής, σε μια παραμυθένια και κουκλίστικη πόλη της βορειοδυτικής Γαλλίας, με φιλόξενους ανθρώπους κι ενδιαφέρουσες -πιστεύω- εμπειρίες. Ταυτόχρονα αναζητώ τρόπο πρόσβασης στο Διαδίκτυο, ώστε να μπορώ να τηρώ αυτό εδώ το Ιστολόγιο. Σήμερα βρήκα έναν δίαυλο επι-Κοινωνίας και Σας χαιρετώ όλους με ειλικρινή αισθήματα, στέλνοντάς Σας ορισμένα καρτ ποστάλ απ' τη νέα μου πόλη.
Ελπίζω να επανέλθω σύντομα.
Σάββατο 8 Σεπτεμβρίου 2007
Αποχαιρετισμός...
ΣΤΗ ΖΑΚΥΝΘΟ
Ωραίο νησί, που απ' το πιο ωραίο λουλούδι
Τ' ολόγλυκο γεννήθηκε όνομά σου,
Πόσες στιγμές πανώριες σαν τραγούδι
Δε φέρνει η θύμηση στ' αντίκρυσμά σου!
Τι ελπίδων στοχασμούς, πόχουν χαθεί!
Ποιας ευτυχίας, που θάφτηκε, τα μάγια!
Ποια οράματα της νιάς, που δε θα 'ρθεί
Ποτέ-ποτέ πια στα χλοερά σου πλάγια!
Ποτέ πια! ω, η μαγεύτρα ηχώ η θλιμμένη!
Δε με μεθά η γητιά σου ποτέ πια-
Ποτέ πια η μνήμη! Γη καταραμένη
Κράζω την άνθινή σου ακρογιαλιά,
Ω, υακίνθινο νησί! Φλογάτο Τζάντε!
"Isola d' oro! Fior di Levante!"
[Έντγκαρ Άλλαν Πόε, "Στη Ζάκυνθο", Μτφρ. Νίκος Σημηριώτης]
Παρασκευή 7 Σεπτεμβρίου 2007
Θαυμάζοντας τους καταρράκτες του Ρήνου
Ο Ρήνος, ένας από τους μεγαλύτερους και σπουδαιότερους ποταμούς της Ευρώπης, αποτελεί μια από τις σημαντικότερες αρτηρίες μεταφοράς βιομηχανικών προϊόντων παγκοσμίως, καθώς έχει μήκος 1.390 χιλιόμετρα και συνδέει την Ελβετία με τη Βόρεια Θάλασσα, μέσω Ολλανδίας. Στις όχθες του έχουν χτιστεί πολλές μεγάλες και ιστορικές πόλεις όπως η Βασιλεία, το Στρασβούργο, η Κολωνία, το Ντύσελντορφ, το Ντούισμπουργκ, το Ρότερνταμ κ. ά. Ο Ρήνος διαμορφώνει πολλά σύνορα κρατών, όπως τα σύνορα Γαλλίας-Γερμανίας, Ελβετίας-Λίχτενσταϊν, Ελβετίας-Αυστρίας και Ελβετίας-Γερμανίας. Οι καταρράκτες του Ρήνου ή Ράινφαλ (Rheinfall), απ' όπου και οι φωτογραφίες που τράβηξα ένα κρύο πρωινό του Γενάρη του 2002, βρίσκονται κοντά στην κωμόπολη Neuhausen, στα γερμανοελβετικά σύνορα, αλλά ανήκουν εξ ολοκλήρου στην Ελβετία.
Πέμπτη 6 Σεπτεμβρίου 2007
Στην ελληνόφωνη Απουλία: [Μέρος Δ΄: Σολέτο]
Αρχαιότατο αποικιακό κέντρο, σημαντική επισκοπική έδρα στα χρόνια των βυζαντινών αυτοκρατόρων και πρωτεύουσα της ευρύτερης περιοχής κατά την διάρκεια του Μεσαίωνα, το Σολέτο (Soleto) είναι μια αρχαία κωμόπολη, που χαρακτηρίζεται από στενά σοκάκια, περιποιημένα σπίτια και παλάτια διακοσμημένα με μοτίβα λουλουδιών που παραπέμπουν στην Αναγέννηση.
Στο Σολέτο αξίζει να θαυμάσουμε την εκκλησία της Παναγίας των Ευχαριστιών (chiesa di S. Maria delle Grazie), κατασκευασμένη μεταξύ 1601 και 1609, την εκκλησία του Αγίου Νικολάου, κατασκευασμένη μεταξύ 1655 και 1688, τον περίφημο Οβελίσκο του Ορσίνι (la Guglia Orsiniana), χτίσμα του 1397, την Πύλη του Αγίου Βίτου, την Πύλη του Αγίου Αντωνίου και την εκκλησία της ελληνο-ιταλικής κοινότητας, τον Άγιο Στέφανο.
Τετάρτη 5 Σεπτεμβρίου 2007
Στην ελληνόφωνη Απουλία: [Μέρος Γ΄: Στερνατία]
Μετά την πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, το χωριό Στερνατία (Sternatia) δέχθηκε την επιρροή του ελληνικού πολιτισμού στο γλωσσικό ιδίωμα, στα ήθη και στα έθιμα.
Τα πιο γνωστά και σημαντικά μνημεία της Στερνατίας είναι η εκκλησία της Αγίας Μαρίας του 18ου αιώνα, ο Πύργος του κωδωνοστασίου που χτίστηκε το 1790, η πύλη με το όνομα στα γκρίκο Porta Filia (Πύλη Φιλία), το παλάτι της περιοχής (Palazzo dei Marchesi Granafei), χτίσμα του 1700 και οι βυζαντινές κρύπτες των Αγίων Πέτρου και Σεβαστιανού, όπου μπορούμε να δούμε βυζαντινές τοιχογραφίες και μερικές αναθηματικές επιγραφές στα ελληνικά.
Ας ακούσουμε το συγκρότημα Athanaton να τραγουδά στην διάλεκτο γκρίκο το τραγούδι (pizzica) "Kalli Nyfta" (Καληνύχτα), στη Στερνατία.
Στην ελληνόφωνη Απουλία: [Μέρος Β΄: Μαρτάνο]
Το Μαρτάνο (Martano) είναι η πιο πυκνοκατοικημένη κωμόπολη της Γκρετσία Σαλεντίνα κι όπως μαρτυρούν τα ευρήματα των ανασκαφών του Απιλιάνο (Apigliano), υπήρχε ήδη κατά την Βυζαντινή κυριαρχία, διατηρώντας μέχρι και το τέλος του 15ου αιώνα τα ελληνικά ήθη κι έθιμα. Από το Μαρτάνο προέρχονται, εξάλλου, και οι τρεις ελληνικοί χειρόγραφοι κώδικες του 13ου και 14ου αιώνα που βρίσκονται σήμερα στην Αμβροσιανή Βιβλιοθήκη.
Τα πιο χαρακτηριστικά μνημεία του Μαρτάνο είναι ο ναός της Κοίμησης της Θεοτόκου (Chiesa Matrice dell' Assunta), η εκκλησία και το μοναστήρι των Δομινικανών, το Δουκικό παλάτι και τα σπίτια των ευγενών των περασμένων εποχών (όπως το παλάτι Γκανταλέτα και το παλάτι Πίνο), το εκκλησάκι της Κυρίας των Αγγέλων και το Κάστρο του 15ου αιώνα.
Τρίτη 4 Σεπτεμβρίου 2007
Στην ελληνόφωνη Απουλία: [Μέρος Α΄: Κοριλιάνο ντ' Ότραντο]
Το Κοριλιάνο ντ' Ότραντο (Corigliano d' Otranto) μού έκλεψε την καρδιά, όταν πριν από μερικά χρόνια το επισκέφτηκα. Είναι μια από τις εννέα ελληνόφωνες κωμοπόλεις στην επαρχία της Απουλίας (Puglia) στην Κάτω Ιταλία, που συγκροτούν την Γκρετσία Σαλεντίνα (Grecia Salentina). Οι υπόλοιπες κωμοπόλεις/χωριά είναι η Στερνατία (Sternatia), το Μαρτινιάνο (Martignano), η Καλημέρα (Calimera), το Σολέτο (Soleto), το Τζολίνο (Zollino), το Μαρτάνο (Martano), το Καστρινιάνο ντέι Γκρέτσι (Castrignano de' Greci) και το Μελπινιάνο (Melpignano).
Οι κάτοικοι της περιοχής αυτής είναι απόγονοι των Ελλήνων αποίκων που εγκαταστάθηκαν στη Νότια Ιταλία και τη Σικελία τον 8ο αιώνα π.Χ. και χρησιμοποιούν μια διάλεκτο, η οποία έχει τις ρίζες της στην Ελληνική Δωρική γλώσσα, αλλά που γνώρισε διαφορετική εξέλιξη από την Ελληνική Κοινή. Από το λατινικό Graecus, οι κάτοικοι της Γκρετσία Σαλεντίνα ονομάζονται Γκρίκος και η διάλεκτός τους Γκρίκο.
Τα σημαντικότερα μνημεία του Κοριλιάνο ντ' Ότραντο είναι το Παλάτι Κόμι και το Παρεκκλήσιο της Κυρίας των Αγγέλων του 15ου αιώνα. Κορυφαίο δείγμα της τοπικής αρχιτεκτονικής αποτελεί το Κάστρο του Κοριλιάνο που το 1480 αντιμετώπισε την επίθεση των Τούρκων. Το Κάστρο χτίστηκε το 1465, σε τετραγωνισμένο σχέδιο, με στρογγυλούς πύργους στις τέσσερις γωνίες του. Η πρόσοψη του Κάστρου, που ανακαινίστηκε το 1667, διακοσμείται από ανθρώπινες και ανθρωπόμορφες φιγούρες που συμβολίζουν είτε διάφορα σημαντικά πρόσωπα της εποχής είτε μερικές από τις αρετές των ανθρώπων.
Δευτέρα 3 Σεπτεμβρίου 2007
Μανουήλ Γεδεών, "Ο τελευταίος γνήσιος Φαναριώτης"
[Της Δέσποινας Καποδίστρια, Αναδημοσίευση από την Ιστορία Εικονογραφημένη, τχ. 471, Σεπτέμβριος 2007, σελ. 104-107]
Ο Μανουήλ Γεδεών, ο «τελευταίος», κατά πολλούς, «γνήσιος Φαναριώτης»[1], υπήρξε αναμφισβήτητα ακαταπόνητος αρχειοδίφης και πολυγραφότατος συγγραφέας. Αν και ίδιος προτιμούσε να λέγεται Μεσαιωνολόγος, θεωρώντας την Τουρκοκρατία και την προεπαναστατική περίοδο ως συνέχεια του Μεσαίωνα, συγκαταλέγεται στους μεγαλύτερους μελετητές του Νεότερου Ελληνισμού. Στην υπερεβδομηκονταετή συγγραφική του δραστηριότητα παρουσίασε περισσότερα από εφτακόσια δημοσιεύματα, διασκορπισμένα σε δυσεύρετα σήμερα έντυπα της Κωνσταντινούπολης και των Αθηνών, των οποίων δεν υπάρχει, δυστυχώς, πλήρης βιβλιογραφική αναγραφή.
Η ζωή και το έργο τουΓεννημένος στο Φανάρι της Κωνσταντινούπολης (1851) από γονείς κρητικής καταγωγής, αποφοίτησε από τη Μεγάλη του Γένους Σχολή (1869) και ασχολήθηκε με την δημοσιογραφία, αρχικά ως συνεργάτης της εφημερίδας Κωνσταντινούπολις και της τουρκόφωνης εφημερίδας Μικρά Ασία και στη συνέχεια ως εκδότης των βραχύβιων εβδομαδιαίων εφημερίδων Πρωία (1876) και Ανατολή (1877), επιδιδόμενος παράλληλα στην αρχειοδιφική και ιστορική έρευνα, «εκ νεανικής κενοδοξίας», όπως έγραψε κι ο ίδιος. Κατά την περίοδο 1881-1923 υπήρξε μέλος της συντακτικής ομάδας της Εκκλησιαστικής Αλήθειας, του επίσημου, δηλαδή, οργάνου του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, διατελώντας ακόμα, αρχισυντάκτης (1882-1885 και 1888-1890) και επίτιμος διευθυντής (1902-1923) του εν λόγω περιοδικού. Στην Εκκλησιαστική Αλήθεια ο Γεδεών δημοσιεύει πλήθος ιστορικών μελετών, ανέκδοτων έως τότε χειρογράφων κωδίκων, πατριαρχικών σιγιλλίων και εκκλησιαστικών εγγράφων. Κυρίως δε μετά το 1897, οπότε και διορίζεται Μέγας Χαρτοφύλαξ του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ο Γεδεών αναδιφεί το Πατριαρχικό αρχείο και δημοσιεύει πολύτιμο αρχειακό, ιστορικό και φιλολογικό υλικό.
Ένα μεγάλο, όμως, μέρος του έργου του προέρχεται και από την προφορική παράδοση, που ο Γεδεών πρόφτασε ζωντανή και αγωνίστηκε να τη σώσει, την ίδια στιγμή που οι σύγχρονοί του την παρέβλεπαν, μην έχοντας την επίγνωση ότι η προφορική παράδοση συμπληρώνει τη γραπτή. Στις μελέτες του πολλές φορές ασχολείται με τη γραμματολογία, τη βιογραφία, την μουσική, την πολιτική και θρησκευτική ιστορία, τη βιβλιογραφία, την επιγραφική, τη λαογραφία και την εικονογραφία. Συμπεραίνουμε, λοιπόν, ότι ο κύριος σκοπός του ήταν να καταγράψει και να σώσει κάθε τι το ελληνικό, προσφέροντάς το, μέσω των πολύπλευρων πραγματειών του στις επόμενες γενιές.
Πάντοτε όμως το κέντρο της ερευνητικής του περιοχής παραμένει η πατριαρχική ιστορία του ελληνισμού κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, την «περίοδο των κάτω χρόνων», όπως συνήθιζε να λέει. Παράλληλα, το γεωγραφικό κέντρο της ερευνητικής του δραστηριότητας παραμένει η Κωνσταντινούπολη και η περιοχή γύρω από την Κωνσταντινούπολη, έχοντας όμως επεκτείνει την αρχειοδιφική του έρευνα και σε περιοχές όπως το Άγιον Όρος και η Πάτμος.
Θητεία στο Οικουμενικό Πατριαρχείο κι εγκατάσταση στην ΑθήναΩστόσο, ο Μανουήλ Γεδεών δεν αρκείται μόνο στην αναδιφική και ιστορική έρευνα κι έτσι κατά την μακρόχρονη θητεία του στο Οικουμενικό Πατριαρχείο που συμπίπτει με δύσκολες περιόδους της Ελληνικής Ιστορίας και στιγμές έντονης όξυνσης των ελληνο-οθωμανικών σχέσεων, αναμιγνύεται σε όλα τα ζητήματα που συντάραξαν είτε το ίδιο το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, είτε γενικότερα την ελληνική ομογένεια της τότε Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όπως για παράδειγμα, οι ρωσικές βλέψεις επί του Αγίου Όρους, το Βουλγαρικό Σχίσμα, το ζήτημα των θρησκευτικών προνομίων των μειονοτήτων που ζούσαν στα οθωμανικά εδάφη, και τέλος, η στάση του Οικουμενικού Πατριαρχείου ως προς την Ελληνική κυβέρνηση και την Εκκλησία της Ελλάδος κατά την περίοδο του Εθνικού Διχασμού (1916-1922).
Κατά τη διαμονή του στην Αθήνα, δηλαδή από το 1921 έως και το θάνατό του το 1943, ο Γεδεών ίδρυσε (1926) και διηύθυνε τον Σύλλογο των Μεσαιωνικών Γραμμάτων, καθώς και την περιοδική έκδοση του συλλόγου, Μεσαιωνικά Γράμματα (Α΄ 1933, Β΄ 1935). Επιπροσθέτως, εκτός του οφικίου του Μεγάλου Χαρτοφύλακα του Οικουμενικού Πατριαρχείου, είχε δεχθεί ακόμα τα οφίκια του Χρονογράφου του ιδίου Πατριαρχείου (1901) και του Υπομνηματογράφου του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων (1920)˙ ήταν μέλος της Ρουμανικής Ακαδημίας και το 1929 εξελέγη πρόσεδρο μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, στον τομέα της Βυζαντινής Ιστορίας.
Ιδιάζουσα ΠροσωπικότηταΣαν άνθρωπος ο Μέγας Χαρτοφύλαξ, υπήρξε, σύμφωνα με τους συγχρόνους του, ιδιόρρυθμος. Ο Γ. Βαλέτας, στην νεκρολογία που του αφιερώνει στην Νέα Εστία, τον σκιαγραφεί αριστοτεχνικά, γράφοντας ότι ούτε η προσφυγιά ούτε και το ξερίζωμα από το Φανάρι ανέκοψαν την ιδιότροπη έκφραση του Γεδεών, τον πατριαρχικό αέρα, τις απότομες κινήσεις τις γεμάτες πνεύμα και λεπτό χιούμορ, την κατά καιρούς αλαζονεία του ή την αγκαθωτή ειρωνεία και την ελευθερόστομη κριτική για τα σύγχρονα ή και τα περασμένα. Αλλά ούτε και το κέφι και η έγνοια του για την επιστήμη άλλαξαν ποτέ. Μάλιστα δε, αυτή η έγνοια γύρω από την επιστήμη ήταν που οδηγούσε συχνά τον Γεδεών σε μικρολογίες, εθελοκακίες και ιδιοτροπίες[2].
Ως ιστορικός ο Γεδεών, δεν ακολουθεί μια συγκεκριμένη μέθοδο αλλά προτιμά την χρονολογική και τοπική κατάταξη του ιστορικού υλικού, αδιαφορώντας για την εσωτερική αταξία και τις επαναλήψεις. Ελλείψει μεθόδου, κατάταξης, κριτικής επεξεργασίας, ευρετηρίων και περιεχομένων, το έργο του, σύμφωνα και με τον ίδιο, «κολυμβά εις ωκεανόν». Στα γραπτά του καταργεί ακόμα και τα κεφαλαία γράμματα των παραγράφων και των περιόδων, μιμούμενος, πιθανότατα, τους βυζαντινούς κωδικογράφους[3]. Το χαρακτηριστικότερο, όμως, της μεθόδου του Γεδεών είναι η σκόπιμη παράλειψη υποσημειώσεων και παραπομπών στις πηγές του, «προς απελπισμόν», καθώς έλεγε, «των Ελλήνων λογοκλόπων».
Θεμελιωτής των Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών ΣπουδώνΕπιλογικά, αξίζει να σημειωθεί ότι από αναδιφική και ιστοριογραφική άποψη, το έργο του Γεδεών είναι μια τεράστια προσφορά στις επόμενες γενιές μελετητών. Γι’ αυτό και σύμφωνα με τον Ν. Τωμαδάκη, ο Γεδεών διακρίνεται ως ο κατεξοχήν ιστοριογράφος και αναδιφητής της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας[4]. Κατά συνέπεια, και με βάση την βαθειά αφοσίωσή του στην επιστήμη, τη φιλοπονία του και κυρίως το αρχειοδιφικό του έργο, καθώς και τον όγκο και την σημαντικότητα των πραγματειών του, ο Μανουήλ Γεδεών συγκαταλέγεται στους θεμελιωτές των Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών στην Ελλάδα, όπως άλλωστε και ο αιώνιος αντίζηλος του Αθ. Παπαδόπουλος-Κεραμεύς και ο Κ. Σάθας[5].
Τέλος, άξια μνείας είναι τα ακόλουθα έργα του Γεδεών: Χρονικά Πατριαρχικής Ακαδημίας: ιστορικαί ειδήσεις περί της Μεγάλης του Γένους Σχολής (Κωνσταντινούπολις 1883), Βυζαντινόν Εορτολόγιον (Κωνσταντινούπολις 1896), Επίσημα γράμματα τουρκικά αναφερόμενα εις τα εκκλησιαστικά ημών δίκαια (Κωνσταντινούπολις 1910), Αποσημειώματα χρονογράφου 1780-1800-1869-1913 (Αθήναι 1932), Μνεία των προ εμού 1800-1863-1913 (Αθήναι 1934), Πατριαρχικαί Εφημερίδες: ειδήσεις εκ της ημετέρας εκκλησιαστικής ιστορίας 1500-1912 (Αθήναι 1936-1938), Ιστορία των του Χριστού πενήτων 1453-1913 (Αθήναι 1939).
Η ζωή και το έργο τουΓεννημένος στο Φανάρι της Κωνσταντινούπολης (1851) από γονείς κρητικής καταγωγής, αποφοίτησε από τη Μεγάλη του Γένους Σχολή (1869) και ασχολήθηκε με την δημοσιογραφία, αρχικά ως συνεργάτης της εφημερίδας Κωνσταντινούπολις και της τουρκόφωνης εφημερίδας Μικρά Ασία και στη συνέχεια ως εκδότης των βραχύβιων εβδομαδιαίων εφημερίδων Πρωία (1876) και Ανατολή (1877), επιδιδόμενος παράλληλα στην αρχειοδιφική και ιστορική έρευνα, «εκ νεανικής κενοδοξίας», όπως έγραψε κι ο ίδιος. Κατά την περίοδο 1881-1923 υπήρξε μέλος της συντακτικής ομάδας της Εκκλησιαστικής Αλήθειας, του επίσημου, δηλαδή, οργάνου του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, διατελώντας ακόμα, αρχισυντάκτης (1882-1885 και 1888-1890) και επίτιμος διευθυντής (1902-1923) του εν λόγω περιοδικού. Στην Εκκλησιαστική Αλήθεια ο Γεδεών δημοσιεύει πλήθος ιστορικών μελετών, ανέκδοτων έως τότε χειρογράφων κωδίκων, πατριαρχικών σιγιλλίων και εκκλησιαστικών εγγράφων. Κυρίως δε μετά το 1897, οπότε και διορίζεται Μέγας Χαρτοφύλαξ του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ο Γεδεών αναδιφεί το Πατριαρχικό αρχείο και δημοσιεύει πολύτιμο αρχειακό, ιστορικό και φιλολογικό υλικό.
Ένα μεγάλο, όμως, μέρος του έργου του προέρχεται και από την προφορική παράδοση, που ο Γεδεών πρόφτασε ζωντανή και αγωνίστηκε να τη σώσει, την ίδια στιγμή που οι σύγχρονοί του την παρέβλεπαν, μην έχοντας την επίγνωση ότι η προφορική παράδοση συμπληρώνει τη γραπτή. Στις μελέτες του πολλές φορές ασχολείται με τη γραμματολογία, τη βιογραφία, την μουσική, την πολιτική και θρησκευτική ιστορία, τη βιβλιογραφία, την επιγραφική, τη λαογραφία και την εικονογραφία. Συμπεραίνουμε, λοιπόν, ότι ο κύριος σκοπός του ήταν να καταγράψει και να σώσει κάθε τι το ελληνικό, προσφέροντάς το, μέσω των πολύπλευρων πραγματειών του στις επόμενες γενιές.
Πάντοτε όμως το κέντρο της ερευνητικής του περιοχής παραμένει η πατριαρχική ιστορία του ελληνισμού κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, την «περίοδο των κάτω χρόνων», όπως συνήθιζε να λέει. Παράλληλα, το γεωγραφικό κέντρο της ερευνητικής του δραστηριότητας παραμένει η Κωνσταντινούπολη και η περιοχή γύρω από την Κωνσταντινούπολη, έχοντας όμως επεκτείνει την αρχειοδιφική του έρευνα και σε περιοχές όπως το Άγιον Όρος και η Πάτμος.
Θητεία στο Οικουμενικό Πατριαρχείο κι εγκατάσταση στην ΑθήναΩστόσο, ο Μανουήλ Γεδεών δεν αρκείται μόνο στην αναδιφική και ιστορική έρευνα κι έτσι κατά την μακρόχρονη θητεία του στο Οικουμενικό Πατριαρχείο που συμπίπτει με δύσκολες περιόδους της Ελληνικής Ιστορίας και στιγμές έντονης όξυνσης των ελληνο-οθωμανικών σχέσεων, αναμιγνύεται σε όλα τα ζητήματα που συντάραξαν είτε το ίδιο το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, είτε γενικότερα την ελληνική ομογένεια της τότε Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όπως για παράδειγμα, οι ρωσικές βλέψεις επί του Αγίου Όρους, το Βουλγαρικό Σχίσμα, το ζήτημα των θρησκευτικών προνομίων των μειονοτήτων που ζούσαν στα οθωμανικά εδάφη, και τέλος, η στάση του Οικουμενικού Πατριαρχείου ως προς την Ελληνική κυβέρνηση και την Εκκλησία της Ελλάδος κατά την περίοδο του Εθνικού Διχασμού (1916-1922).
Κατά τη διαμονή του στην Αθήνα, δηλαδή από το 1921 έως και το θάνατό του το 1943, ο Γεδεών ίδρυσε (1926) και διηύθυνε τον Σύλλογο των Μεσαιωνικών Γραμμάτων, καθώς και την περιοδική έκδοση του συλλόγου, Μεσαιωνικά Γράμματα (Α΄ 1933, Β΄ 1935). Επιπροσθέτως, εκτός του οφικίου του Μεγάλου Χαρτοφύλακα του Οικουμενικού Πατριαρχείου, είχε δεχθεί ακόμα τα οφίκια του Χρονογράφου του ιδίου Πατριαρχείου (1901) και του Υπομνηματογράφου του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων (1920)˙ ήταν μέλος της Ρουμανικής Ακαδημίας και το 1929 εξελέγη πρόσεδρο μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, στον τομέα της Βυζαντινής Ιστορίας.
Ιδιάζουσα ΠροσωπικότηταΣαν άνθρωπος ο Μέγας Χαρτοφύλαξ, υπήρξε, σύμφωνα με τους συγχρόνους του, ιδιόρρυθμος. Ο Γ. Βαλέτας, στην νεκρολογία που του αφιερώνει στην Νέα Εστία, τον σκιαγραφεί αριστοτεχνικά, γράφοντας ότι ούτε η προσφυγιά ούτε και το ξερίζωμα από το Φανάρι ανέκοψαν την ιδιότροπη έκφραση του Γεδεών, τον πατριαρχικό αέρα, τις απότομες κινήσεις τις γεμάτες πνεύμα και λεπτό χιούμορ, την κατά καιρούς αλαζονεία του ή την αγκαθωτή ειρωνεία και την ελευθερόστομη κριτική για τα σύγχρονα ή και τα περασμένα. Αλλά ούτε και το κέφι και η έγνοια του για την επιστήμη άλλαξαν ποτέ. Μάλιστα δε, αυτή η έγνοια γύρω από την επιστήμη ήταν που οδηγούσε συχνά τον Γεδεών σε μικρολογίες, εθελοκακίες και ιδιοτροπίες[2].
Ως ιστορικός ο Γεδεών, δεν ακολουθεί μια συγκεκριμένη μέθοδο αλλά προτιμά την χρονολογική και τοπική κατάταξη του ιστορικού υλικού, αδιαφορώντας για την εσωτερική αταξία και τις επαναλήψεις. Ελλείψει μεθόδου, κατάταξης, κριτικής επεξεργασίας, ευρετηρίων και περιεχομένων, το έργο του, σύμφωνα και με τον ίδιο, «κολυμβά εις ωκεανόν». Στα γραπτά του καταργεί ακόμα και τα κεφαλαία γράμματα των παραγράφων και των περιόδων, μιμούμενος, πιθανότατα, τους βυζαντινούς κωδικογράφους[3]. Το χαρακτηριστικότερο, όμως, της μεθόδου του Γεδεών είναι η σκόπιμη παράλειψη υποσημειώσεων και παραπομπών στις πηγές του, «προς απελπισμόν», καθώς έλεγε, «των Ελλήνων λογοκλόπων».
Θεμελιωτής των Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών ΣπουδώνΕπιλογικά, αξίζει να σημειωθεί ότι από αναδιφική και ιστοριογραφική άποψη, το έργο του Γεδεών είναι μια τεράστια προσφορά στις επόμενες γενιές μελετητών. Γι’ αυτό και σύμφωνα με τον Ν. Τωμαδάκη, ο Γεδεών διακρίνεται ως ο κατεξοχήν ιστοριογράφος και αναδιφητής της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας[4]. Κατά συνέπεια, και με βάση την βαθειά αφοσίωσή του στην επιστήμη, τη φιλοπονία του και κυρίως το αρχειοδιφικό του έργο, καθώς και τον όγκο και την σημαντικότητα των πραγματειών του, ο Μανουήλ Γεδεών συγκαταλέγεται στους θεμελιωτές των Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών στην Ελλάδα, όπως άλλωστε και ο αιώνιος αντίζηλος του Αθ. Παπαδόπουλος-Κεραμεύς και ο Κ. Σάθας[5].
Τέλος, άξια μνείας είναι τα ακόλουθα έργα του Γεδεών: Χρονικά Πατριαρχικής Ακαδημίας: ιστορικαί ειδήσεις περί της Μεγάλης του Γένους Σχολής (Κωνσταντινούπολις 1883), Βυζαντινόν Εορτολόγιον (Κωνσταντινούπολις 1896), Επίσημα γράμματα τουρκικά αναφερόμενα εις τα εκκλησιαστικά ημών δίκαια (Κωνσταντινούπολις 1910), Αποσημειώματα χρονογράφου 1780-1800-1869-1913 (Αθήναι 1932), Μνεία των προ εμού 1800-1863-1913 (Αθήναι 1934), Πατριαρχικαί Εφημερίδες: ειδήσεις εκ της ημετέρας εκκλησιαστικής ιστορίας 1500-1912 (Αθήναι 1936-1938), Ιστορία των του Χριστού πενήτων 1453-1913 (Αθήναι 1939).
Σημειώσεις
[1] Βλ. Χ.Γ. Πατρινέλη, «Γεδεών Μανουήλ», ΘΗΕ 4 (1964) 242.[2] Βλ. Γ. Βαλέτα, «Μανουήλ Γεδεών» (Νεκρολογία), Νέα Εστία 34 (1943) 1418.[3] Βλ. ό.π. σελ. 1420.[4] Βλ. Ν. Τωμαδάκη, Εισαγωγή εις την Βυζαντινήν Φιλολογίαν, τ. 1 Κλεις της Βυζαντινής Φιλολογίας, Έκδοσις 3η, Αθήναι, Εκ του Τυπογραφείου Αδελφών Μυρτίδη, 1965, σελ. 129.[5] Βλ. Χ.Γ. Πατρινέλη, ό.π.
Κυριακή 2 Σεπτεμβρίου 2007
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)